πελώρεον

πελώρεον
το
ζωολ. γένος άχαρων ωδικών πτηνών, με λεπτό αγκιστροειδές ράμφος, τής οικογένειας τιμαλιίδες, αποτελούμενο από 32 είδη, το οποίο απαντά από την Αφρική μέχρι τη Μαλαισία και ζει στον υποόροφο τών τροπικών δασών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”